top of page

Το ένα (1) της Πίνδου

Εικόνα συγγραφέα: Ανδρέας Γ. ΧριστοδούλουΑνδρέας Γ. Χριστοδούλου

Έγινε ενημέρωση: 28 Οκτ 2022

Κάθε χρόνο, έτσι μέρα ακούμε για το έπος του 40, ακούμε για τους ήρωες μας που πολέμησαν τον φασισμό, ίσως ξεχνώντας ότι ήταν καθημερινοί άνθρωποι που καλέστηκαν να εκτελέσουν το χρέος τους στην πατρίδα. Αυτή είναι η ιστορία του παππού μου, όπως μου την εξιστόρησε, για το πως έχυσε το αίμα του σε όλη την Ελλάδα πριν επιστρέψει στο μικρό χωριό του....


Σαν σήμερα 80 χρόνια πριν, ένας 21 χρόνος αγρότης από ένα μικρό χωριό της Κορίνθου, καλέστηκε να αντιμετωπίσει τον εχθρό (όπως του είπανε). Μετά από πολλές ώρες ταξίδι πάνω σε τρένα και φορτηγά έφτασε στα βουνά που τα είχε μόνο ακουστά. Τα σύνορα της Ελλάδας... όταν μεγάλωνε του φαινόταν η άκρη της γης. Τώρα έπρεπε να προστατέψει την γη των προγόνων του από το τέρας του φασισμού.


Εκεί, με λιγοστά όπλα και τροφή ένιωσε τη φρίκη του πολέμου, οι φίλοι που έκανε στο ταξίδι πέθαιναν είτε από τα βόλια του εχθρού, είτε από τις κακουχίες, ο πατέρας του, του είχε μάθει όταν ήταν μικρός πως να φτιάχνει οφτό κλέφτικο... αυτό θα έλεγε μετά από χρόνια στον εγγονό του ότι ήταν η αιτία που αυτός και η ομάδα του έζησαν καθώς πολεμάγανε στα βουνά της Πίνδου. Μετά ήρθαν τα χιόνια... πρώτη φορά είχε δει άκρα ανθρώπων να μαυρίζουν έτσι... γάγγραινα το ονόμαζαν οι γιατροί... μέσα στον ομίχλη του πολέμου και στο κρύο. Όλα έμοιαζαν να είχαν τελειώσει, χωρίς ρούχα, πολεμοφόδια, βόλια πως θα προστατεύαν τη γη τους. Ξαφνικά, σαν όνειρο εμφανίστηκαν εκείνες οι γυναίκες που είχε ακούσει μόνο στις ιστορίες των συγχωριανών του. Κουβαλάγανε βόλια, φαγητό, φανέλες... για πόσο όμως θα άντεχαν ακόμα; Τα βραδιά όλοι οι φαντάροι στο Αλβανικό μέτωπο κλαίγανε για τις γυναίκες, για τους συντρόφους, για τα χωράφια τους, για την Ελλάδα τους που χάνονταν σε εκείνα τα βουνά.

Νικούσαν όμως.. κράταγαν τις Θερμοπύλες... ήρωες τους φώναζαν και τραγουδούσαν στην Αθήνα, οι ήρωες μάλλον γεννιούνται μαζί με το θάνατο σκεφτόταν ο παππούς μου..


Ξαφνικά ήρθε η μέρα που αρρώστησε.. ήρθε και η δίκη του σειρά... έχασε τις αισθήσεις του όλα σκοτείνιασαν... Σαν γυναίκα της Πίνδου είδε την μάνα του να έρχεται από πάνω του, να τον σκεπάζει και να του λέει: «Γιε μου πόσο πόνεσες για την Ελλάδα σου, ποσό βασανίστηκες, αλλά άνοιξε τα μάτια σου, έχεις πολλές μάχες ακόμα ώσπου να πας πίσω στη γη σου .... θα πρέπει να αφήσεις πρώτα σε κάθε σημείο της Ελλάδας το αίμα σου.»

Άνοιξε τα μάτια του βρισκόταν σε ένα νοσοκομείο, αμέσως ρώτησε για τους συντρόφους του. Το μέτωπο είχε σπάσει... μπήκαν οι Γερμανοί... η μονάδα του θυσιάστηκε ως τον τελευταίο σε εκείνα τα βουνά. Ήρωες φώναζαν όλοι. Έκλαψε, μαζί τους έπρεπε να ήταν. Τώρα τι; ένας στρατιώτης εναντίον όλου του γερμανικού στρατού...


Ήταν μέσα Απρίλη, ήξερε τι έπρεπε να κάνει, όσο υπήρχε ακόμα ελεύθερη ελληνική γη θα πολεμούσε, πήγε στην Κρήτη να προλάβει, οι συμπολεμιστές του τον καλούσαν, παρουσιάστηκε, ο διοικητής γέλασε του χάλαγε του αριθμούς 11451... το ένα (1) του λέει θα είσαι εσύ. Δεν πέθαναν για αυτούς οι φίλοι του, αλλά για τις γυναίκες της Πίνδου για τις Ελληνίδες μανάδες...


Η ιστορία τελειώνει στην Κρήτη τόσο όμορφα, τόσο μακριά του φαινόταν ότι ήταν ο πόλεμος. Μα πως γίνεται σε λίγο καιρό όλα αυτά να φλέγονται. Τώρα θα είχαν δίπλα τους Εγγλέζους, ξένοι σε ξένες χώρες που πολεμάμε για το δικό μας κομμάτι γης. Η μάχη της Κρήτης θα ξεκινούσε σε λίγο, γι' αυτήν δεν μίλησε ποτέ... Πολλά χρόνια μετά, λίγο πριν πεθάνει είχε πέσει σε κώμα στο νοσοκομείο της Κορίνθου, παραμιλούσε. Πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, καθαρά ακούστηκε μία φωνή σαν από άλλη εποχή «Πέφτουν Πέφτουν οι αλεξιπτωτιστές κρυφτείτε στους θάμνους, στους θάμνους, στους θάμνους.»


Έτσι έφυγε το 1 (ένα) της Πίνδου πολεμώντας για την Ελλάδα του σε ένα νοσοκομείο της Κορίνθου.

Το όνομα του ίσως να έμενε ξεχασμένο όπου θα μνημονεύανε μια φορά το χρόνο με ένα ωραίο στεφάνι... και ένας εγγονός θα έγραφε για τον συνονόματο του, Ανδρέα Γ. Χριστοδούλου για το πως έχυσε το αίμα του σε όλη την Ελλάδα πριν επιστρέψει στο μικρό χωριό του....





Opmerkingen


bottom of page